λάβδανο — το φαρμακευτικό σκεύασμα με βάση το όπιο: Μόλις ήπιε λάβδανο τον πήρε ο ύπνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαύδανον — και λάβδανο και λήδανο και λάδονο, το (Α λάδανον και λήδονον) 1. (στο παρελθόν) το κεκαθαρμένο όπιο 2. κροκούχο βάμμα τού οπίου, που έχει σκοτεινό ερυθροκίτρινο χρώμα και πικρή γεύση και χρησιμοποιούνταν παλαιότερα ως αναλγητικό, κατευναστικό και … Dictionary of Greek
βάμμα — Φαρμακευτικό διάλυμα που παρασκευάζεται είτε με απλή διάλυση είτε με εκχύλιση φαρμακευτικών ουσιών σε κατάλληλο διαλύτη. Οι συνηθισμένοι διαλύτες είναι το οινόπνευμα, μείγματά του με νερό ή αιθέρα και οινοπνευματικά διαλύματα που περιέχουν… … Dictionary of Greek
κίστος — (Cistus). Γένος φυτών της οικογένειας των κιστιδών (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει περίπου 25 είδη, κοινά στις μεσογειακές περιοχές. Πρόκειται για μικρά φρύγανα ή αρωματικούς, αείφυλλους θάμνους, με πυκνές τρίχες, ύψους μέχρι 1 μ., οι… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
λαύδανο — Βλ. λ. λάβδανο … Dictionary of Greek